- καπανικός
- καπανικός, -ή, -όν (Α)(αμφβλ. ερμ.) τεράστιος ή χορταστικός («τὰ Θετταλικὰ [ενν. δεῑπνα] μὲν πολὺ καπανικώτερα», Αριστοτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον συγκριτ. βαθμό καπανικώτερα και προέρχεται από τη λ. καπάνη].
Dictionary of Greek. 2013.